τρίκλινος

τρίκλινος
-η, -ο / τρίκλινος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρεις κλίνες (α. «δεν υπήρχαν τρίκλινα δωμάτια στο ξενοδοχείο» β. «θαλάμους δὲ τρεῑς εἶχε τρικλίνους», Αθην.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκλινο(ν)
(στους Ρωμαίους) α) το τρικλίνιο
β) το τραπέζι φαγητού γύρω από το οποίο υπήρχαν τρεις κλίνες για τους συνδαιτημόνες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ τρίκλινος
η αίθουσα δείπνου στην οποία υπήρχαν τρεις κλίνες
2. φρ. «τρίκλινος συγγενείας»
i) συγγενικό συμπόσιο
ii) δείπνο (Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ἑπτά-κλινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίκλινος — τρίκλῑνος , τρίκλινος with three couches masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίκλινον — with three couches neut nom/voc/acc sg τρίκλῑνον , τρίκλινος with three couches masc/fem acc sg τρίκλῑνον , τρίκλινος with three couches neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • архитриклин — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. греч. из ἀρχή и τρίκλινος букв. начальник …   Словарь церковнославянского языка

  • OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θωμαΐτης — θωμαΐτης, ὁ (Μ) (ενν. τρίκλινος) (από το όν. του πατριάρχη Θωμά Α , που τό έκτισε) διαμέρισμα στα πατριαρχεία κοντά στην Αγία Σοφία, όπου συνεδρίαζε η αγία σύνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς] …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • συντρίκλινος — ον, A συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρίκλινος «αίθουσα δείπνου, εστιατόριο με τρεις δειπνητικές κλίνες»] …   Dictionary of Greek

  • τρικλίνιο — το / τρικλίνιον, ΝΑ [τρίκλινος] (στην αρχ.) αίθουσα φαγητού τών Ρωμαίων, στην οποία υπήρχαν τρεις κλίνες, όπου ξάπλωναν οι συνδαιτημόνες κατά την ελληνική συνήθεια …   Dictionary of Greek

  • τρικλιναρχία — ἡ, Α η διεύθυνση τών συμποσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίκλινος «συμπόσιο» + αρχία (< άρχης*)] …   Dictionary of Greek

  • τρικλινικός — ή, όν, Α [τρίκλινος] ο σχετικός με το τρίκλινο, την αίθουσα συμποσίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”