τρίκλινος — τρίκλῑνος , τρίκλινος with three couches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίκλινον — with three couches neut nom/voc/acc sg τρίκλῑνον , τρίκλινος with three couches masc/fem acc sg τρίκλῑνον , τρίκλινος with three couches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
архитриклин — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. греч. из ἀρχή и τρίκλινος букв. начальник … Словарь церковнославянского языка
OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν … Hofmann J. Lexicon universale
θωμαΐτης — θωμαΐτης, ὁ (Μ) (ενν. τρίκλινος) (από το όν. του πατριάρχη Θωμά Α , που τό έκτισε) διαμέρισμα στα πατριαρχεία κοντά στην Αγία Σοφία, όπου συνεδρίαζε η αγία σύνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς] … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
συντρίκλινος — ον, A συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρίκλινος «αίθουσα δείπνου, εστιατόριο με τρεις δειπνητικές κλίνες»] … Dictionary of Greek
τρικλίνιο — το / τρικλίνιον, ΝΑ [τρίκλινος] (στην αρχ.) αίθουσα φαγητού τών Ρωμαίων, στην οποία υπήρχαν τρεις κλίνες, όπου ξάπλωναν οι συνδαιτημόνες κατά την ελληνική συνήθεια … Dictionary of Greek
τρικλιναρχία — ἡ, Α η διεύθυνση τών συμποσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίκλινος «συμπόσιο» + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek
τρικλινικός — ή, όν, Α [τρίκλινος] ο σχετικός με το τρίκλινο, την αίθουσα συμποσίων … Dictionary of Greek